- ακτινομετρώ
- (-άω) [ακτινόμετρο]υπολογίζω, μετρώ την ηλιακή ακτινοβολία με τη βοήθεια τού ακτινομέτρου*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακτινόμετρο — Όργανο για την ποιοτική και ποσοτική μέτρηση της φωτεινής ακτινοβολίας, κυρίως όμως των υπέρυθρων ακτίνων. Αποτελείται από μια γυάλινη αερόκενη φιάλη που στο εσωτερικό της έχει στρεπτό κατακόρυφο άξονα εφοδιασμένο με ένα σύστημα μεταλλικών… … Dictionary of Greek